- ανάπηρος
- -η, -ο (Α ἀνάπηρος, -ον)1. αυτός που δεν είναι αρτιμελής, ακρωτηριασμένος, σακάτης2. ο ελλιπής, ο ανίκανος για κάτινεοελλ.1. αυτός που δεν έχει πνευματική ή ψυχική τελειότητα, αρτιότητα2. ο ανίκανος για εργασία λόγω αναπηρίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανά + πηρός «αυτός που έχει βλάβη σε κάποιο μέλος του σώματός του».ΠΑΡ. αναπηρίααρχ.ἀναπηρῶ].
Dictionary of Greek. 2013.